- φάτνης
- φάτνηmangerfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφάτνισμα — ἐκφάτνισμα, το (Α) 1. ό,τι αποβάλλεται κατά τον καθαρισμό τής φάτνης 2. απόρριμμα, υπόλειμμα 3. σανίδες τής φάτνης που τίς πετούσαν κατά τον καθαρισμό της … Dictionary of Greek
BESTIAE Carnivorae — quô pabulô in arca a Noacho fuerint sustentatae, anxie multi quaerunt. Si foenô dixeris et farragine, videbere rerum invertere naturam, et quod in adagio dicitur, κυνὶ διδόναι ἄχυρα, ὄνῳ δὲ ὀςτέα, cani dare paleas, ossa vero asino. Si carnem… … Hofmann J. Lexicon universale
τραύξανον — τὸ, Α (κατά τον Φώτ.) «τὰ ἀπὸ τῆς φάτνης ἀποπίπτοντα τῶν ἵππων ἢ τῶν βοῶν ἢ τῶν ἄλλων κτηνῶν λείψανα, σημαίνει δὲ καὶ τὰ ἀκανθώδη και ξηρὰ ξύλα», αλλ. τρώξανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρώξανα*, κατ επίδραση τού θραύω (πρβλ. τραῦμα*: τρῶμα)] … Dictionary of Greek
φάτνιος — ὁ, Α προσωνυμία τού Διός στην Λαοδικεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάτνη. Πρόκειται για προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού στάβλου, τής φάτνης τών ζώων] … Dictionary of Greek
φατνιάρχης — ὁ, Μ (στο Βυζ.) το αξίωμα τού αρχηγού τής φάτνης, τραπεζάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάτνη + άρχης*] … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
φάτνωμα — το, ατος 1. καθένα από τα κοίλα τετράγωνα σε σχήμα φάτνης, που σχηματίζονται στην οροφή από τη διασταύρωση των δοκαριών της. 2. η πλάκα με διακόσμηση γλυφών, που επικαλύπτει καθένα από τα κοίλα τετράγωνα της οροφής, το καλυμμάτιο. 3. άνοιγμα σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)